απολυταριά

απολυταριά
η
1. βολή, ρίξιμο λίθου ή ραβδιού εναντίον ζώου ή ανθρώπου
2. ρίξιμο σουρτοθηλιάς σε θηράματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απολυτάρι + (-ι)ά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διπλαριά — και διπλαρία, η χτύπημα με το πλατύ μέρος τού ξίφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < διπλάρι + παραγωγ. κατάλ. αριά* (πρβλ. απολυτάρι απολυταριά)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”